- νεοκονητος
- νεοκόνητοςνεο-κόνητος2свежепролитый
(αἷμα Soph. - v. l. к νεακόνητος)
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
(αἷμα Soph. - v. l. к νεακόνητος)
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
νεοκόνητος — νεοκόνητος, ον (Α) βλ. νεακόνητος … Dictionary of Greek
νεακόνητος — και νεοκόνητος, ον (Α) αυτός που πρόσφατα έχει ακονιστεί («νεακόνητον αἶμα χειροῑν ἔχων», Σοφ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < νε(ο) * + ἀκονῶ «ακονίζω»] … Dictionary of Greek